μπράτιμος

μπράτιμος
ο
1. στενός φίλος, αδελφοποιτός
2. στον πληθ. οι μπράτιμοι
οι στενοί φίλοι που συνοδεύουν τον γαμπρό στην εκκλησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βουλγ. bratim].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μπράτιμος — ο (λ. βουλγ.), στενός φίλος, αδελφοποιτός: Ήρθαν να πάρουν τη νύφη οι μπράτιμοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδελφοποιτός — αδελφοποιτός, ο και αδερφοποιτός, ο θηλ. ή αυτός που με την αδελφοποιία γινόταν πνευματικός αδερφός ενός άλλου (αλλιώτικα: σταυραδερφός ή σταυραδέρφι, βλάμης, μακαντάσης, μπράτιμος και μπραζέρης): Παλιότερα σε πολλά μέρη της χώρας μας στενοί… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”